γυμνώνομαι

γυμνώνομαι
γυμνώνομαι, γυμνώθηκα, γυμνωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανασύρω — κ. ανασέρνω κ. ανασύρω (AM ἀνασύρω) (μσν. κ. ἀνασέρνω κ. ἀνασύρνω) τραβώ επάνω, σηκώνω, ανεβάζω νεοελλ. τραβώ στην επιφάνεια, ανελκύω μσν. παρατείνω τη διήγηση αρχ. 1. (μέσ., ομαι) α) σηκώνω επάνω, βγάζω τα ενδύματά μου, γυμνώνομαι β) αρπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… …   Dictionary of Greek

  • ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… …   Dictionary of Greek

  • παραποδύομαι — ΜΑ μσν. αποδύομαι σε κάτι αρχ. γυμνώνομαι για να συναγωνιστώ, για να αναμετρηθώ με κάποιον («αὐτὸς μὴ ἀντεπιδεικνύναι τὸ εἶδος παραποδυόμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»] …   Dictionary of Greek

  • συγγυμνούμαι — όομαι, Α [γυμνοῡμαι / ώνομαι] γυμνώνομαι και εγώ επίσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”